- μάθεος
- μάθοςcustomneut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάθος — το (AM μάθος, ους, Α ιων. γεν. εος) [μαθαίνω] 1. η μάθηση, η γνώση 2. έξη, συνήθεια («ἐπὴν πλέονα τοῡ μάθεος φάγῃ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek